- αβλαστάρωτος
- -η, -ο [βλασταρώνω]1. λέγεται για το φυτό που δεν έβγαλε ακόμα βλαστάρια2. μτφ. άτεκνος, άκληρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβλαστάρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει βγάλει βλαστάρια: Κοίταξε τα κλαδεμένα δέντρα κι είδε πως ήταν ακόμη αβλαστάρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβλάστητος — η, ο (Α ἀβλάστητος, ον) αυτός που ακόμη δεν βλάστησε, δεν έβγαλε βλαστούς, αβλαστάρωτος, άβλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀβλαστῶ < ἄβλαστος] … Dictionary of Greek